- κενεμβατώ
- (Α κενεμβατῶ, -έω)(για χειρουργικά εργαλεία) εισδύω σε κοιλότητα και κινούμαι στο κενόαρχ.1. γλιστρώ, πέφτω πατώντας κατά λάθος στο κενό, σε κοίλωμα ή τρύπα («ἀλλ' ὀλίσθημα ποιεῑ καθάπερ κενεμβατοῡσιν», Πλούτ.)2. μτφ. α) μιλώ χωρίς να σκέπτομαι, δεν έχω στερεή βάση, αεροβατώβ) ζω ελεύθερη ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κενεμβάτης, κατά τα άλλα σύνθ. σε -βατῶ].
Dictionary of Greek. 2013.